αεθλοφορώ

αεθλοφορώ
ἀεθλοφορῶ (-έω) (Α)
[ἀεθλοφόρος]
κερδίζω έπαθλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀεθλοφόρῳ — ἀθλοφόρος bearing away the prize masc/fem/neut dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεθλοφόρωι — ἀεθλοφόρῳ , ἀθλοφόρος bearing away the prize masc/fem/neut dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • αεθλοφόρος — ἀεθλοφόρος, ον (Α) επικός και ιωνικός τύπος αντί αθλοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄεθλον + φόρος < φέρω. ΠΑΡ. αρχ. ἀεθλοφορῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”